Απόκριες…παλιά στο χωριό!

maska

Μια μικρή προσπάθεια καταγραφής αναμνήσεων, όταν ξεκινά, δεν έχεις ιδέα πόσο παλιά μπορεί να σε ταξιδέψει μέχρι το τέλος της και πόσο μπορεί να σε αποσπάσουν από το κύριο θέμα οι τόσες απορίες που γεννιούνται κατά την έρευνα. Άλλος με λιγότερες και άλλος με περισσότερες αναμνήσεις, όλοι όμως πρόσθεσαν ένα «λιθαράκι» στο να έχουμε οι νεότεροι μια πιο πλούσια και όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα ενός εθίμου. Η περίοδος της Αποκριάς στο χωριό κυλούσε, όπως όλες οι υπόλοιπες μέρες, με τις αγροτικές εργασίες να απορροφούν το μεγαλύτερο χρόνο των κατοίκων. Δεν ήταν κάτι το εξαιρετικά ιδιαίτερο για τους περισσότερους, ίσως και γι’ αυτό οι εν ζωή κάτοικοι δεν έχουν πολλές αναμνήσεις.

Η προσπάθεια καταγραφής της Αποκριάς στα Πλατύστομα μας ταξιδεύει πολύ πίσω, λίγο πριν την περίοδο της Κατοχής. Ο κ. Εύθυμιος Καρτάνος γεννήθηκε το 1933 και θυμάται μικρό παιδί τους σκουμπουγήρους, αυτούς δηλαδή που μασκαρεύονταν, μικρούς και μεγάλους να γυρνάνε σε όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι. Η αποκριάτικη ένδυση περιλάμβανε παλιά ρούχα, ρεπούμπλικες, γυναικεία μαντήλια (τσίπες) για να καλύπτουν το πρόσωπο και απαραιτήτως μπαστούνια για να κοπανάνε (δηλ. να χτυπάνε) και να απομακρύνουν όσους ήθελαν να τους πλησιάσουν περισσότερο και να αποκαλύψουν ποιοι είναι. Κυρίως μεταμφιέζονταν οι άντρες. Οι γυναίκες, όταν μασκαρεύονταν, συνήθως ντύνονταν άντρες.

Ο κ. Καρτάνος θυμάται τον Θόδωρο Φραγκούλη που έκανε το γάιδαρο, τον Πέτρο Καρτάνο ντυμένο αξιωματικό με δανεικά ρούχα, ενώ θυμάται ότι κάποτε είχαν φτιάξει μια καμήλα, μια ιδιόχειρη κατασκευή, την οποία κουβαλούσε στην πλάτη του κάποιος μασκαράς. Κατά τον κ. Καρτάνο, οι σκουμπουγήροι μετά την επίσκεψή τους στα σπίτια του χωριού κατέληγαν στη Ράχη, όπου εκεί μαζευόταν όλο το χωριό για να γλεντήσει. Όμως οι υπόλοιποι της ίδιας ηλικίας θυμούνται ότι στη Ράχη γίνονταν γλέντια εκείνης της γειτονιάς και όχι όλου του χωριού. Πίνανε, τρώγανε μεζέδες, τραγούδαγαν, χορεύανε ενώ είχαν συνοδεία και το γραμμόφωνο από το καφενείο του Μήτσου Φραγκούλη, ένα από τα παλιότερα καφενεία του χωριού, το οποίο θυμούνται τώρα πια μονάχα οι γηραιότεροι. Πλέον, στο ίδιο σημείο υπάρχει ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο σπίτι, ακριβώς δίπλα και αριστερά από το σπίτι του κ. Γιώργου Φραγκούλη.

Ο κ. Καρτάνος θυμάται πως σαν πιτσιρίκια περίμεναν πως και πως την Κυριακή της Τυρινής ενώ τότε δεν γνώριζαν καν την Τσικνοπέμπτη, που ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Επίσης, θυμάται στο σπίτι του Σπύρου Φίλιππα, (μετέπειτα του Γιάννη και της Εύας Φίλιππα) να δίνονται θεατρικές παραστάσεις, όπως η Γκόλφω και την περίοδο των Απόκρεων. Θυμάται ως πρωταγωνιστές τον Αλέκο Φίλιππα, τον Σωκράτη Θειακό, τον Βασίλη Παπανικολόπουλο, οι οποίοι έπαιζαν και το καλοκαίρι μπροστά «στη μηχανή του Κατωχιανού» (στο τότε λιοτρίβι και νυν καφενείο-αναπαλαιωμένο λιοτρίβι) τον καραγκιόζη, αλλά και άλλα θεατρικά έργα. Για τις θεατρικές παραστάσεις στα Πλατύστομα θα αναφερθούμε εκτενώς σε άλλη ανάρτηση και με ηχητικό ντοκουμέντο σχετική περιγραφή του Γιάννη Βονιτσάνου (1903-2003).
Ο κ. Καρτάνος αναφέρει ότι μετά ήρθε η Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος και όλα αυτά έπαψαν να γίνονται στο χωριό. Ως μεγαλύτερος αυτό που θυμάται είναι ότι την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, όταν γυρνούσαν από τα χωράφια, όλο το χωριό μοσχοβολούσε κουλούρες.

Εκείνη την εβδομάδα λοιπόν στο χωριό, μέχρι και σήμερα, συνηθίζεται οι νοικοκυρές να φτιάχνουν τυροκουλούρες. Οι κ.κ. Ευαγγελούλα Θειακού, Μαργαρίτα Βονιτσάνου, Μαρία Κατωχιανού και Λάμπρω Θειακού περιγράφουν την παρασκευή της: Η κ’λούρα γίνεται με χωριάτικα φύλλα, τυρί, λάδι και προαιρετικά αυγά. Απλώνεις το κάθε φύλλο, ρίχνεις τυρί και το μίγμα που είναι χτυπημένα τα αυγά και το λάδι (ή μόνο λάδι για όσες δεν χρησιμοποιούν αυγά) και συνεχίζεις την ίδια διαδικασία μέχρι να τελειώσουν τα φύλλα. Στη συνέχεια ψήνεται στο φούρνο. Κάποιες φτιάχνουν στριφτή τυρόπιτα. Η κ. Ελευθερία Παπανικολοπούλου περιγράφει τη διαδικασία παρασκευής της: απλώνουν τα τρία πρώτα φύλλα (που φυσικά «ανοίγουν» οι ίδιες) πάνω στο τραπέζι, ρίχνουν τυρί και λάδι και προσθέτουν τα υπόλοιπα τρία φύλλα. Την πιάνουν με τον πλάστη και την στρίβουν τοποθετώντας την στο ταψί. Συνήθως χτυπάει δυο αυγά και περιχύνει, προκειμένου να αποκτήσει η πίτα χρυσαφένιο χρώμα.

Παλιότερα έφτιαχναν την τυροκουλούρα απεταστή. Τα υλικά, όπως τα έχει καταγράψει η κ. Ειρήνη Κατσαρού ήταν προζύμι, αλεύρι, νερό, αλάτι, μπόλικο ελαιόλαδο και τυρί φέτα. Η κ. Μαρία Κατωχιανού προσθέτει ότι την έλεγαν και «μπροστοκάρβελο», γιατί δεν την έβαζαν μέσα σε ταψί αλλά μπροστά μπροστά στο φούρνο, την έριχναν τελευταία και την έβγαζαν πρώτη και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Προφανώς δανείστηκαν την ονομασία από το μικρό καρβέλι που μπαίνει τελευταίο και βγαίνει πρώτο από τον ξυλόφουρνο. Αυτή η συγκεκριμένη κουλούρα έρχεται στο μυαλό των περισσοτέρων όταν λέμε «κ’λούρα».

Οι νοικοκυρές έφτιαχναν και γαλατόπιτες, πίτες που μοιάζουν με ριζόπιτες, αφού τα υλικά που χρησιμοποιούν είναι γάλα, αυγά, λάδι, ρύζι, κανέλα. Κάποιες προσθέτουν στο σερβίρισμα και ζάχαρη. Επίσης, κάποιες φτιάχνουν και μακαρονόπιτες που γίνονται με τα ίδια βασικά υλικά προσθέτοντας όμως χοντρά μακαρόνια (συνήθως Νο5). Όλες αυτές οι πίτες ψήνονταν παλιότερα σε φούρνο με ξύλα. Τότε, σχεδόν όλα τα σπίτια διέθεταν ξυλόφουρνο, πλέον απέμειναν λίγοι και «καίγονται» ακόμα λιγότεροι.

Το έθιμο που διατηρούσαν οι περισσότερες οικογένειες του χωριού, δεν γνωρίζουμε αν γινόταν και σε άλλα χωριά, είναι ο «Χασκαράγκας». Την Κυριακή της Τυρινής, όταν το βράδυ όλοι ήταν μαζεμένοι στο σπίτι, έβραζαν σε κατσαρόλα ή έψηναν στο τζάκι αυγά. Ένα από αυτά, αφού του αφαιρούσαν το τσόφλι, το έδεναν με ένα σπάγκο και συνήθως ο αρχηγός της οικογένειας αναλάμβανε να το «οδηγήσει» με μια γρήγορη κίνηση στο στόμα των υπολοίπων μελών. Αυτός που θα κατάφερνε να το δαγκώσει, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, ήταν ο νικητής και αυτός που το έτρωγε (ότι είχε απομείνει φυσικά από τις συνολικές προσπάθειες). Η καταγραφή της κ. Ειρήνης Κατσαρού και η περιγραφή της κ. Μαρίας Κατωχιανού δίνουν μια επιπλέον πληροφόρηση για το έθιμο. Η κ. Ειρήνη Κατσαρού καταρχάς αναφέρει ότι  περνούσαν την κλωστή με τη βελόνα από τη μία άκρη του αυγού στην άλλη και έκαναν ένα κόμπο. Στη συνέχεια κρεμούσαν την άλλη άκρη της κλωστής από ένα μαδέρι της οροφής κι ο αρχηγός της οικογένειας αναλάμβανε να το «καθοδηγήσει» στα στόματα των υπολοίπων.

Η κ. Μαρία Κατωχιανού θυμάται ότι μαζεύονταν είτε στο παλιό πατρικό της είτε στο σπίτι του Τάσου Θειακού οι συγγενείς και οι γείτονες, αναβίωναν το έθιμο του χασκαράγκα και γλεντούσαν. Ο πατέρας της, Βασίλης Καρτάνος, αναλάμβανε να «οδηγήσει» το αυγό που είχε κρεμάσει από κάποιο μαδέρι του σπιτιού με ένα σπάγκο μακρύ στα στόματα των παρευρισκομένων. Θυμάται ότι μια χρονιά είχαν μαζευτεί στο σπίτι του Τάσου Θειακού η οικογένεια της, ο Μήτσος και ο Σπύρος Καρτάνος, οι υπόλοιποι της γειτονιάς και μεγάλος νικητής του εθίμου ήταν ο Λάμπρος Θειακός.

Μια ακόμη χρονιά θυμάται στο παλιό της πατρικό τους ίδιους αλλά και τα αδέρφια Μπάμπη και Κώστα Θειακό να γλεντάνε. Για να καλαμπουρίσουν και να περάσουν καλά αρπάξανε μια κότα από τον κάτκα (οι κότες κουρνιάζανε κάτω από τη σκάλα), τη σφάξανε, τη μαδήσανε, την έβρασαν και τη φάγανε. Οι συναθροίσεις ξεκινούσαν το απόγευμα και τελείωναν αργά το βράδυ. Η ίδια θα πει με νοσταλγία ότι οι άνθρωποι τότε γλεντούσαν μεταξύ τους ανέξοδα, χωρίς παρεξηγήσεις ενώ η κ. Βασιλικούλα Καρτάνου προσθέτει ότι τότε υπήρχε πολλή αγάπη μεταξύ των συγχωριανών. Η οικογένεια του Γιάννη Βονιτσάνου αναβίωνε το έθιμο ακόμη και όταν τα παιδιά είχαν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες. Αρκετές χρονιές μαζεύονταν όλοι μαζί στο πατρικό και συνήθως αυτή που κατάφερνε να γραπώσει το αυγό που κρατούσε ο παππούς Γιάννης ήταν η Βιβή Θειακού. Η οικογένεια του Αποστόλη Βονιτσάνου αναβίωνε το έθιμο περίπου μέχρι και το 1995. Σήμερα, πιθανότατα, καμία οικογένεια του χωριού δεν αναβιώνει το έθιμο.

Τη δεκαετία του ’50 αρκετοί ήταν εκείνοι που άρχισαν ξανά να μασκαρεύονται. Επιστρατεύοντας παλιά ρούχα, παλιοτσούβαλα, σκορδοπλέχτρες και κρεμμυδοπλέχτρες, κουδούνια, πελάτζες, στατέρια και ότι άλλο υπήρχε πρόχειρο, μεγάλοι και κυρίως μικροί μασκαρεύονταν, καλύπτοντας πάντα το πρόσωπό τους με μαντήλι, ακόμα και τα χέρια τους με κάλτσες. Συνήθως κρατούσαν ένα μπαστούνι ή ένα καλάμι για να απομακρύνουν αυτούς που επέμεναν να αποκαλύψουν το πραγματικό τους πρόσωπο.

Μια χρονιά οι νεαροί του χωριού «επιστράτευσαν» ακόμη και την γαϊδούρα του Γιώργου Κούρτη, κρεμώντας από το σαμάρι ταψιά και κατσαρόλες που τα χτυπούσαν, την οποία την έβαλαν ακόμη και στα ισόγεια σπίτια, όπως αυτό του Νίκου Καρτάνου, όπως θυμούνται χαρακτηριστικά. Ο π. Βαγγέλης Θειακός θυμάται ότι την έσερνε εκείνος ενώ ο Φώντας Θειακός κρατούσε ένα μύλο που άλεθαν τον καφέ.

Προκειμένου να υπάρχει απόλυτη μυστικότητα για τους σκουμπουγήρους ή σκουμπούγερους ή σκομπόερους (συναντώνται και οι τρεις ονομασίες) ο κ. Κώστας Θειακός θυμάται ότι το μεσημέρι της Κυριακής, μετά το φαγητό, η τότε νεολαία ( ή αλλιώς κονσόλοι, όπως αναφέρει ο κ. Γιώργος Βονιτσάνος ότι ονόμαζαν οι μεγαλύτεροι τους νεαρούς) του χωριού (Κώστας Γαντζίας, Τάσος Θειακός, Βαγγέλης Θειακός, Λάμπρος Θειακός, κ.α.) έδινε ραντεβού στο λόφο του Χόντρου κι εκεί μασκαρευόταν. Μετά κατέβαιναν μασκαρεμένοι με μαγκούρες και κουδούνια χορεύοντας και κάνοντας πολύ θόρυβο και γυρνούσαν  από σπίτι σε σπίτι στο χωριό. Το βράδυ στα καφενεία το θέμα συζήτησης ήταν ποιος ήταν ντυμένος τι και τι έκανε, με το μυστήριο να βασιλεύει δύο και τρεις μέρες μετά.

Ορισμένοι θυμούνται ακόμη τον Λάμπρο Θειακό με το τομάρι ενός τραγιού που έφερε και τα κέρατα, την Ουρανία Καρτάνου κάθε χρονιά με άσπρο σεντόνι και μαύρο μαντήλι στο πρόσωπο, την Ελένη Καρτάνου και την Χρυσούλα Καρτάνου να μεταμφιέζονται επίσης κάθε χρονιά, ενώ κάποιοι θυμούνται και την Ευρυδίκη Βονιτσάνου. Την περίοδο της Αποκριάς κάποιοι κατέβαιναν και στο Περιγιάλι, το οποίο τότε αποκαλούσαν «Αχούρια», για αγροτικές εργασίες. Ο κ. Γρηγόρης Θειακός θυμάται ότι και στο Περιγιάλι μασκαρεύονταν ενώ περιγράφει πως μια φορά, προκειμένου να αποτρέψει κάποιον να του βγάλει την αμφίεσή του και να αποκαλύψει το πρόσωπό του, του έσπασε το δόντι με το μπαστούνι που κρατούσε!

Από την μικρή έρευνα προκύπτει ότι κάποια πιτσιρίκια εκείνης της εποχής φοβόντουσαν πολύ το παράξενο έθιμο και φυλάγονταν μη φάνε καμιά «ψιλή» με τις μαγκούρες.

Οι αναμνήσεις των περισσοτέρων που ερωτήθηκαν καταλήγουν περίπου στο 1955. Τότε όλο το χωριό είχε μαζευτεί μπροστά στο ελαιοτριβείο του Κατωχιανού (παλιά η περιοχή λεγόταν Καραβάτα, όπως αναφέρει η κ. Καλλιρρόη Καλύβα και συμφωνεί η κ. Μαρία Κατωχιανού και ο π. Βαγγέλης Θειακός) και στα καφενεία των Μήτσου Καρτάνου και Βασίλη Θειακού, οι οποίοι κερνούσαν τους συγχωριανούς τους λουκούμι και ούζο. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι την ίδια χρονική περίοδο λειτουργούσε στο χωριό και τρίτο καφενείο, αυτό του Βασίλη Παπανικολόπουλου στ’ Αλώνια. Ο π. Βαγγέλης Θειακός θυμάται ότι χόρευαν όλο το βράδυ (ίσως ήταν η ίδια χρονιά που γυρνούσαν με τη γαϊδούρα) ενώ το ρυθμό έδινε και το γραμμόφωνο από το καφενείο του Μήτσου Καρτάνου. Ο Γεράσιμος (Μεμάς) Καρτάνος είχε μεταμφιεστεί σε έγκυο και τη μαμή έκανε ο Γρηγόρης Θειακός, ο οποίος ανέλαβε να τον «ξεγεννήσει». Ο Γεράσιμος Καρτάνος είχε γεμίσει ένα σκοπούλι με νερό, το οποίο έσπασε ο Γρηγόρης Θειακός για να ανακοινώσει το «ευτυχές» γεγονός!
Το σκοπούλι ήταν ένα αυτοσχέδιο μέσο μεταφοράς κρασιού ή λαδιού εκείνης της εποχής, ελλείψει δοχείων. Για το πώς το έφτιαχναν και για τη χρήση του θα αναφερθούμε σε επόμενη ανάρτηση.

Το γάνωμα δεν το θυμούνται πολλοί, όμως κάποιοι το θυμούνται αμυδρά. Η κ. Καρτάνου Βούλα και οι γονείς της θυμούνται ότι οι άντρες κυνηγιόντανε και βάφονταν με τη γάνα του τηγανιού ή της κατσαρόλας, που ήταν μαύρα από την φωτιά με τα ξύλα, ενώ η κ. Μαρία Κατωχιανού θυμάται ότι χρησιμοποιούσαν και κάρβουνα για να γανωθούν. Τη γάνα την έβγαζαν από τον πάτο των σκευών με λάδι και άλειφαν το πρόσωπό τους για να μην τους αναγνωρίσουν. Εκείνη τη μέρα πήγαιναν σε σπίτια συγγενών και γειτόνων για ευχές. Η Τσικνοπέμπτη παρέμενε μια ημέρα, όπως όλες οι άλλες.

Ορισμένοι θυμούνται και την δεκαετία του ’80 επιτυχημένες αμφιέσεις, όπως εκείνες των Γιάννη Θειακού, Βαγγέλη Παπανικολόπουλου, Γιάννη Καρτάνου, Αποστόλη Βονιτσάνου. Η κ. Παρασκευή (Βιβή) Θειακού και η κ. Σπυριδούλα Βονιτσάνου θυμούνται ότι ο γίκος (στοιβαγμένα ρούχα, κουβέρτες, σεντόνια, κ.α. σκεπασμένα με σεντόνι, ελλείψει ντουλάπας) της γιαγιάς Σπυριδούλας Βονιτσάνου και τα κότολά της είχαν την τιμητική τους, αποτελώντας την κύρια πηγή ρούχων για να μπορέσουν να μασκαρευτούν. Ο Γιάννης Θειακός ανέβαινε τις Αποκριές από το Περιγιάλι στο χωριό για να καλαμπουρίσει και να μασκαρευτεί με παρέες 4-5 ατόμων. Μια χρονιά ντύθηκε μαζί με την Μαργαρίτα Βονιτσάνου, η οποία του έβαζε στο πρόσωπο τις κάλτσες που είχε καλύψει τα χέρια της κι εκείνος της έλεγε: Ω, τι ωραία που βρωμάνε τα χέρια σας! Η Σπυριδούλα Βονιτσάνου τον θυμάται μια ακόμη Αποκριά ντυμένο γιατρό, όπου το ιατρικό του βαλιτσάκι ήταν μια εργαλειοθήκη, να προσπαθεί να «ξεγεννήσει» τον Γιάννη Καρτάνο που προσποιούταν πολύ πετυχημένα την έγκυο. Στην κοιλιά του είχε μια σακούλα με νερό και μια κούκλα. Ο Γιάννης Θειακός πήρε το κατσαβίδι, τον «ξεγέννησε», έσπασε τη σακούλα με το νερό και η κούκλα άρχισε να κλαίει! Η Σπυριδούλα θυμάται και τον Αποστόλη Βονιτσάνο με πράσινο μάξι φόρεμα από την Αυστραλία, ξώφτερνο τακούνι μικρότερο νούμερο και αυτοσχέδια ταμπέλα «Προσοχή η κυρία έχει AIDS»!

Τα μικρότερα παιδιά του χωριού έβγαιναν μασκαρεμένα περίπου μέχρι και το 1995, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι με παλιά ρούχα της γιαγιάς και του παππού. Έκτοτε κανείς δεν μεταμφιέζεται, όπως τον παλιό καιρό. Τα παιδιά και οι νεότεροι πηγαίνουν μασκαρεμένοι συνήθως σε πάρτι και χορούς που γίνονται σε διπλανά χωριά ή στην πόλη της Λευκάδας.

Την Καθαρά Δευτέρα ορισμένοι συνήθιζαν να πηγαίνουν να τρώνε στα χωράφια, σαν πικ-νικ. Αυτοί που τηρούσαν το έθιμο πήγαιναν στο Μύλο, στη Βρύση, στην Πλάκα, ακόμη και στους Σκάρους και στην Κιάφα. Εκείνη τη μέρα έτρωγαν χαλβά, ψωμί, ελιές και ταραμά. Στην οικογένεια του Νίκου Καρτάνου έπαιρναν καλαμαράκια κονσέρβα από το μαγαζί (δηλαδή τα παντοπωλεία-καφενεία του χωριού) και τα μαγείρευαν ενώ έφτιαχναν χαλβά από σιταρίσιο αλεύρι.

Τη δεκαετία του ΄90 σηκώθηκαν στον ουρανό του χωριού μας και οι πρώτοι χαρταετοί. Ο λόφος του Χόντρου και ο Μύλος ήταν τα καλύτερα σημεία, αφού εκεί φυσούσε τόσο, ώστε ο χαρταετός να ανέβει ψηλά. Πλέον οι περισσότερες οικογένειες παίρνουν το αμάξι τους και πηγαίνουν να περάσουν τη μέρα σε άλλα μέρη, εντός και εκτός νησιού, καιρού επιτρέποντος.

Σκοπός όλων των ανωτέρω περιγραφών είναι η καταγραφή της Αποκριάς στα Πλατύστομα Λευκάδας για περίπου μισό αιώνα και η συμβολή όλων των ως άνω αναφερόμενων ατόμων και όλων των συγχωριανών μας στη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων του χωριού μας.
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω προσωπικά τους:

Βασιλικούλα Καρτάνου

Σπύρο Καρτάνο

Γρηγόρη Θειακό

Ευθύμιο Καρτάνο

Ευάγγελο Θειακό

Μαρία Κατωχιανού

Λάμπρω Θειακού

Ευαγγελία Κατσαρού

Ευαγγελούλα Θειακού

Καλλιρρόη Καλύβα

Γιώργο Βονιτσάνο

Κώστα Θειακό

Απόστολο Βονιτσάνο

Ελευθερία Παπανικολοπούλου

Μαργαρίτα Βονιτσάνου

Φώντα και Σπύρο Θειακό

Σπυριδούλα Βονιτσάνου

Παρασκευή Θειακού

την Βούλα Καρτάνου, τον Απόστολο Καρτάνο και τους γονείς τους

και την Ειρήνη Κατσαρού.

Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε φωτογραφία από παλιότερη αποκριάτικη αμφίεση στο χωριό, οπότε επιλέγει μια μάσκα σχετική με το θέμα.

Οι γηραιότεροι στην τηλεφωνική μας επικοινωνία εύχονταν ολόθερμα Χρόνια Πολλά και Καλή Σαρακοστή με το δικό τους αγνό, γνήσιο και μοναδικό τρόπο. Καλή Σαρακοστή λοιπόν!

Ειρήνη Βονιτσάνου

Υ.Γ. Εάν κάποιος/α θα ήθελε να προσθέσει κάποια περιγραφή μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας στο email ή στο τηλέφωνο επικοινωνίας του συλλόγου.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...